- νηδύς
- νηδύς, ἡ (Α)1. στομάχι («τὰ τῆς ταλαίης νηδύος θρεπτήρια», Σοφ.)2. κοιλιά, υπογάστριο3. σπλάγχνα, εντόσθια4. η μήτρα5. μτφ. κοιλότητα αντικειμένου (α. «νηδὺς νάρθηκος», Νίκ.β. «νηδὺς λέβητος», Ορφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. άγνωστης ετυμολ. Η αναγωγή τής λ. σε ΙΕ ρίζα *ned- «συμπλέκω» και η σύνδεση της με ΙΕ λ., όπως γοτθ. nati «δίχτυ» ή λατ. nodus «πλοκή», είναι υποθετική. Επίσης η άποψη ότι η λ. συνδέεται με λατ. abdomen «υπογάστριο» και προέρχεται από αμάρτυρο επίρρ. *nē- «κάτω» + δυ- (πρβλ. δύομαι, δύσις) δεν φαίνεται πολύ πιθανή].
Dictionary of Greek. 2013.